- ανέκρωτος
- η , ο не подвергшийся наркозу, не поддавшийся анестезии
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανέκρωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ακόμη νεκρωθεί, αναισθητοποιηθεί, «ανέκρωτο νεύρο» 2. εκείνος που δεν έχει ακόμη καταπραϋνθεί … Dictionary of Greek
ανέκρωτος — η, ο αυτός που δε νεκρώθηκε: Χρόνια τώρα στο μοναστήρι, κι όμως το πάθος του για δύναμη έμενε ανέκρωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)